viernes, 5 de abril de 2013
επιτυχημένος
successful adj (prosperous) επιτυχημένος μτχ.
καθομιλουμένη φτασμένος μτχ.
Note: επιτυχημένος: επίσης: πετυχημένος (καθομιλουμένη)
Our son is a successful doctor.
Ο γιος μας είναι ένας επιτυχημένος γιατρός.
Ο γιος μας είναι φτασμένος γιατρός.
successful adj (good at) επιτυχημένος μτχ.
Note: Επίσης: πετυχημένος (καθομιλουμένη)
Our daughter is a successful teacher.
Η κόρη μας είναι μία επιτυχημένη δασκάλα.
accomplished adj (skilled) επιτυχημένος μτχ.
Note: μετοχή παθητικού παρακειμένου
prosperous adj (successful) επιτυχημένος επίθ.
hotshot n slang (sb high-flying, successful) επιτυχημένος ουσ.αρ.
Note: επίθετο σε θέση ουσιαστικού
hotshot adj slang (high-flying, successful) επιτυχημένος επίθ.
breakout adj (successful) επίσημο επιτυχών επίθ.
καθομιλουμένη επιτυχής, επιτυχημένος επίθ.
flourishing adj (successful) επιτυχής, επιτυχημένος επίθ.
achiever n (sb successful) επιτυχής, επιτυχημένος ουσ.αρ.
bring home the bacon v (win, be successful) είμαι επιτυχημένος ρ.αμ.
Note: δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία
great success n (sth or sb very successful or popular) πολύ επιτυχημένος επίθ.
The trade show was a great success, attracting a large number of visitors.
hot shot, hot-shot n (very important person, high achiever) μεταφορικά μεγάλο κεφάλι,επιτυχημένος έκφρ.
Note: hyphen used when term is an adj
The star football player was treated like a real hot shot, but he always remained humble.
Suscribirse a:
Enviar comentarios (Atom)
No hay comentarios:
Publicar un comentario